ἐνσπείρει

ἐνσπείρει
ἐν-σπείρω
sow
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐν-σπείρω
sow
pres ind mp 2nd sg
ἐν-σπείρω
sow
pres ind act 3rd sg
ἐν-σπειράομαι
to be coiled
pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐν-σπειράομαι
to be coiled
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζιζάνιο — το 1. άγριο χόρτο που φυτρώνει ανάμεσα σε άλλα χρήσιμα φυτά, κυρίως σε σιτηρά, και δεν τα αφήνει να αναπτυχθούν. 2. μτφ., διχόνια: Ενσπείρει ζιζάνια. 3. αυτός που προκαλεί διχόνοια: Αυτό το ζιζάνιο θα τους βάλει πάλι να μαλώσουν. 4. ενοχλητικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”